Εικαστικοί Δημιουργοί

Εικαστικοί Δημιουργοί

Κάθε Τετάρτη στις 23.00

Επιμέλεια – Παρουσίαση Ντίνος Γιωτόπουλος

Σκηνοθετική επιμέλεια-Εικονοληψία

Παναγιώτης X. Περπερίδης

Μοντάζ Θανάσης Καρακόλης

Οργάνωση παραγωγής XPERMEDIΑ www.xpermedia.blogspot.com

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
www.egnatia.tv


e-mail: xper_media@yahoo.gr

τηλ.επικοινωνίας. 690.661.2012 και 6937.37.80.67

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Θανάσης Μπακογιώργος



Θανάσης Μπακογιώργος.
Γεννήθηκε το 1942 στη Μαυρομάτα Ευρυτανίας. Από το 1974 ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε σκηνογραφία και διακόσμηση στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο του τον Β. Βασιλειάδη. Το 1975 δημιούργησε το Κέντρο Τέχνης και Λόγου "Πανσέληνος", που επί δώδεκα χρόνια ανέπτυξε αξιόλογη εκθεσιακή δραστηριότητα και καλλιτέχνες τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, κυρίως από το χώρο των Βαλκανίων. Έκανε είκοσοι ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές. Έργα του υπάρχουν σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Θανάσης Μπακογιώργος, Λούη 6, 54622 Θεσσαλονίκη, τηλ.             2310 227487 begin_of_the_skype_highlighting            2310 227487      end_of_the_skype_highlighting

  Η ΕΓΝΑΤΙΑ Τηλεόραση και η XPERMEDIA ΣΤΗΡΊΖΟΥΝ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΌ

                                            EIΚΑΣΤΙΚΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ

Παρουσίαση : Ντίνος Γιωτόπουλος

Διεύθυνση Φωτογραφίας : Παναγιώτης Περπερίδης

Μοντάζ : Θανάσης Καρακόλης

Οργάνωση Παραγωγής :XPERMEDIA   www.xpermedia.blogspot.com

Παραγωγή : ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 
=========================================================================

Ἡ ζωγραφική τοῦ Θανάση Μπακογιώργου
στό μεταίχμιο λαϊκῆς καί ἔντεχνης ἔκφρασης

Κάτια Κιλεσοπούλου
Δρ. Ἱστορικός τῆς Τέχνης



Ἀντλώντας ἀπό τή λαϊκή τέχνη καί τά παιδικά του βιώματα, ὁ Θανάσης Μπακογιῶργος ἐξελίχθηκε σέ συνεχιστή τῆς ἑλληνικῆς εἰκονογραφικῆς παράδοσης.
   Παρόλο πού ἦλθε σέ ἐπαφή μέ τά μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα, ζώντας γιά ἕνα διάστημα στό ἐξωτερικό καί φιλοξενώντας στή γκαλερί του «Πανσέληνος» ποικίλες τάσεις τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς τέχνης, ἦταν τά ὁράματα ἀπό τούς θρύλους καί τίς ἀνεξίτηλες ἐντυπώσεις τοῦ γενέθλιου τόπου κατά τήν παιδική καί ἐφηβική του ἡλικία αὐτά πού ἀναβίωσαν στήν ὥριμη περίοδο τῆς ζωγραφικῆς του.
   Τίς σκληρές συνθῆκες διαβίωσης –ὀρφάνια, ἀνέχεια, καταστροφές πολέμου– ἀντιστάθμιζαν ἡ ἐπαφή μέ τή μαγική φύση τῆς Εὐρυτανίας, τῶν Ἀγράφων, τά παραμύθια τῶν γιαγιάδων γιά τούς νεραϊδότοπους, τά ξωτικά τῶν ποταμιῶν καί γεφυριῶν, οἱ διηγήσεις γιά τά κατορθώματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ '21, ἡ ὀμορφιά τῶν πετρόκτιστων σπιτιῶν μέ τίς πλουμιστές ἐσωτερικές διακοσμήσεις. Ἡ συναισθηματική φόρτιση πού προῆλθε ἀπό τό ἀποθησαύρισμα μνήμης, πράξεων, ἔργων, βρῆκε ἀπό νωρίς ἐκφραστικό διέξοδο στή ζωγραφική καί τήν πλαστική. Τό κοκκινόχωμα τοῦ χωριοῦ τοῦ χρησίμευσε ὡς πρώτη ὕλη γιά τό πλάσιμο, σέ ἡλικία 7-10 χρονῶν, τῶν φυσιογνωμιῶν τῶν ἡρώων τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα, Καραϊσκάκη, Μπότσαρη, Κατσαντώνη, Ἀθανάσιου Διάκου, πού ἦταν συνδεδεμένοι μέ τόν τόπο.
   Ἡ πρώιμη καλλιτεχνική ἔκφραση, ἐλάχιστα ἀποδεκτή ἀπό τό περιβάλλον σέ ἐποχή πού οἱ συνθῆκες ζωῆς ἐπέβαλαν ἄλλες προτεραιότητες, τοῦ ἔδωσε ἐν τούτοις τήν πρώτη εὐκαιρία καί ἐνθάρρυνση γιά τή συνέχισή της, ὅταν τό περιοδικό «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ» ἄρχισε νά δημοσιεύει ἐφηβικά του σκίτσα. Χαράχθηκε μ' αὐτόν τόν τρόπο ἡ κατεύθυνση πρός τίς ἐφαρμοσμένες τέχνες.
   Κατά τή δεκαετία τοῦ '60 οἱ διακοσμήσεις ἐσωτερικῶν χώρων, τά σκίτσα, οἱ γελοιογραφίες καί εἰκονογραφήσεις ἐντύπων, τοῦ προσπόριζαν τό ἀπαραίτητο οἰκονομικό στήριγμα. Ἡ φοίτησή του στό τμῆμα σκηνογραφίας τῆς ΑΣΚΤ ἐνίσχυσε τίς γνώσεις του ὡς πρός τίς τεχνικές καί τά κατασκευαστικά μοντέλα, ἀναγκαῖα ἐφόδια γιά ἕναν καλλιτέχνη πού αἰσθάνεται μάστορας.
   Παρόλο πού ξεκίνησε ἀπό νωρίς νά σχεδιάζει μέ σινική, ἡ προσήλωση στή ζωγραφική, ἀρχικά μέ τέμπερα, χρονολογεῖται ἀπό τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ '70. Ἡ ἀνθρώπινη μορφή, κυρίως γυναικεία, καί τό ζευγάρι, κυριαρχοῦν κατά τήν πρώτη (1978-1988) περίοδο τῆς δουλειᾶς του. Ἀφαιρετική, ὀλιγόχρωμη, μέ πλατιές πινελιές ἡ διατύπωση, ἐπικεντρωμένη συνήθως σέ ἕνα πρόσωπο καί ἰδίως στό στοχαστικό, μελαγχολικό βλέμμα, στίς περιπτώσεις τῶν ζευγαριῶν ἄλλοτε λαμβάνει ἐξιδανικευμένη χροιά τρυφερῆς συνεύρεσης μέ ἔμφαση στά παραστατικά στοιχεῖα, κι ἄλλοτε συγχωνεύει τίς δύο μορφές ἀπαλείφοντας φυσιογνωμικές λεπτομέρειες. Ὁρισμένες μεμονωμένες γυναικεῖες μορφές ἀπέκτησαν σταδιακά κάτι ἀπό τό ἀπόκοσμο συγκινητικό ὕφος τῶν φαγιούμ.
   Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρωποκεντρική θεματική ἐγκαταλείπεται ἀπό τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ '80 ὅπως καί ἡ τέμπερα. Ὁ καλλιτέχνης πλέον ἐργάζεται μέ ἀκριλικά σέ θεματικές ἑνότητες ἀπό τίς ὁποῖες ἡ ἀνθρώπινη μορφή ἀπουσιάζει παντελῶς. Οἱ ἑνότητες αὐτές, δουλεμένες συνήθως παράλληλα, μποροῦν νά κατηγοριοποιηθοῦν σέ: τοπία –ὀρεινά, παραθαλάσσια–, ἐξωκλήσια, βυζαντινές πολιτεῖες, μεσαιωνικά πολίσματα, μοναστήρια, Μετέωρα καί Ἅγιον Ὄρος.
 
Τά πρῶτα γλυπτά. Μαυρομμάτα Εὐρυτανίας, 1955

   Στά τοπία, τά ἐμπνευσμένα τίς περισσότερες φορές ἀπό τή δωρική λιτότητα τῆς Εὐρυτανικῆς γεωμορφολογίας, διατηροῦν γιά ἕνα διάστημα τήν ἀφαίρεση πού παρατηρήθηκε ἀρχικά στίς ἀνθρώπινες μορφές. Χαμηλή χρωματική κλίμακα πού καλύπτει ἑνιαῖες ἐπιφάνειες μέ πινελιά δυσδιάκριτη, ἀποδίδει τούς ὀρεινούς ὄγκους καί τή χέρσα γῆ. Ἡ ἀκύμαντη θάλασσα –πότε πότε μόνο ἐλαφρά ρυτιδωμένη– καί ὁ ἐλάχιστα ἐπεξεργασμένος χρωματικά οὐρανός, λειτουργοῦν ὡς πλαίσια - φόντα στά ὁποῖα προβάλλονται τά τοπία. Ἡ προσθήκη χλωρίδας ὁδηγεῖ σέ μία ὅλο κά πιό παραστατική τοπιογραφία ὅπου βρίσκουν τή θέση τους σέ ποικίλες παραλλαγές ἀρχιτεκτονικῶν τύπων τά ἐξωκλήσια. Τήν ἔλλειψη πλαστικότητας στήν σχεδόν ἐπιπεδόμορφη σύνθεση ἀντισταθμίζει ἡ λεπτομερειακή περιγραφικότητα τῶν δένδρων καί τῆς ἀραιῆς βλάστησης.
   Ἡ σύνδεση τοῦ καλλιτέχνη μέ τό βυζαντινό παρελθόν τῆς Θεσσαλονίκης καί μέ τό Ἅγιον Ὄρος ἀναμόχλευσε ἱστορικές οἰκεῖες μνῆμες, ἀλλά ἀφύπνισε ἐπίσης τήν παιδική ὀπτική. Ἀποκλειστικό πλέον ἐνδιαφέρον στή ζωγραφική του εἶναι ἡ ἀναβίωση ἑνός ἔνδοξου, κραταιοῦ πολιτιστικοῦ παρελθόντος, μεταπλασμένου μέσα ἀπό τή φαντασία. Ὅπως ὁ λαϊκός ζωγράφος δέν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβει πιστά ἕνα προκατασκευασμένο πρότυπο ἀλλά διατηρεῖ τόν διηγηματικό χαρακτήρα, ἀναπροσαρμόζοντας μοτίβα καί εἰκονογραφικούς τύπους, ἔτσι κι ὁ Μπακογιῶργος χρησιμοποιεῖ ὡς ἐρείσματα παλαιούς χάρτες, κείμενα, ὀπτικά ἐρεθίσματα ἀπό ἐρειπωμένα ἤ ἀνέγγιχτα ἀπό τό χρόνο μνημεῖα, ἐκκλησιές, γεφύρια, κάστρα, μοναστήρια, τοιχογραφίες, γιά νά «ἀναστηλώσει» τελειοθηρικά καί ἄρα αὐθαίρετα, εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, νά διηγηθεῖ τό δικό του παραμύθι μέ τήν ψευδαισθητική ἀκρίβεια αὐτόπτη μάρτυρα. Ἡ ὅλη προσέγγιση εἶναι ψευδαισθητική ὄχι μόνο λόγω τῆς σκηνογραφικῆς διαμόρφωσης τοῦ χώρου ἀλλά κυρίως, λόγω τῆς ἐξωπραγματικῆς εὐταξίας του, τῆς ἔμμονης συμμετρίας, τῆς ἀπουσίας στοιχείων τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οὐσιαστικά τῆς ἀπάλειψης κάθε «ἐνοχλητικοῦ» ἴχνους τῶν συνηθισμένων, παρεμβατικά ἀνθρώπινων δραστηριοτήτων.
   Οἱ πανοραμικές βυζαντινές πολιτεῖες του, τά ὀχυρωμένα μοναστήρια, τά μεσαιωνικά πολίσματα καί λιμάνια, σκορπισμένα σέ λόφους καί δαντελλωτές ἀκτές, ἀποκτοῦν ἄχρονο χαρακτήρα μέσα ἀπό τά πορφυρά, τίς χρυσίζουσες ὦχρες, τό ἄπλετο φῶς, τήν ἀκύμαντη ἀτμόσφαιρα, τή χρήση πολλαπλῆς προοπτικῆς, τό πανομοιότυπο, λεπτομερειακό ἐνσταντανέ, ὡς «παγωμένες» στό χρόνο εἰκόνες.
   Ἐκτός ἀπό τή Μονεμβασιά καί τή Μυτιλήνη, οἱ περισσότερες ἀπόψεις εἶναι ἀφιερωμένες στή Θεσσαλονίκη. Προσεγγίζει τήν πόλη ἀπό ψηλά καί ἀντίκρυ. Ἀπό τίς πανοραμικές, χαρτογραφικές ὄψεις, πού ἀναβιώνουν τό θέμα τῶν vedute, περνᾶ, σά νά ἑστιάζει μέ μεγεθυντικό φακό σέ ἐπιμερισμένες ἀποτυπώσεις τή παραλιακῆς περιοχῆς τῶν λιμανιῶν, τοῦ Λευκοῦ Πύργου, τῶν μνημείων τοῦ κέντρου, ὡς τίς παρυφές τῆς πόλης πού γειτνιάζουν μέ τή φύση. Τροῦλοι, ψηλά καμπαναριά, δίρριχτες στέγες μέ ἀετωματικές ἀπολήξεις, τοξωτές πύλες, στενόμακρα πολύλοβα, παράθυρα, περιστύλια, καμαροσκέπαστες στοές, συστάδες πεύκων καί κυπαρισσιῶν, ποικίλουν τήν εἰκονογράφηση. Οἱ ἐρημωμένοι ἀπό ἀνθρώπους δρόμοι, ἡ ἀπουσία σκιοφωτισμοῦ, καί ἡ στατική σύνθεση, διαμορφώνουν μία «μνημονική εἰκόνα γιά πάντα», ἕναν ὕμνο στό ἔνδοξο παρελθόν τῆς Θεσσαλονίκης, σάν αὐτό πού φυλάσσεται στό συλλογικό ἀσυνείδητο, πέρα ἀπό ἱστορικούς σχολιασμούς καί ἀνθρώπινες ἀντιπαραθέσεις. Ἀνάλογη εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Κωνσταντινούπολης.

Ἐξώφυλλα στό περιοδικό «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ», 1959-1962
   Ὁ καλλιτέχνης ἐξίσου ἄνετα λειτουργεῖ σέ ὅλη τήν κλίμακα μεγεθῶν, ἀπό τή μικρογραφία ἕως τίς πολύ μεγάλες διαστάσεις. Ἡ ἐπιλογή συχνά ἐλλειψοειδοῦς σχήματος στούς πίνακες ὑποδεικνύει ἠθελημένα τή συγγένειά τους μέ τίς ἀνάλογες ζωγραφιές στά παραδοσιακά ἀρχοντικά. Τά τοπία περιβάλουν μέ θαλπωρή τούς οἰκιστικούς ὄγκους τῶν ἀσφυχτικά δομημένων πολιτειῶν, ἐναρμονίζοντας κτίσματα καί περιβάλλοντα φυσικό χῶρο. Ἡ εἰδυλλιακότητα τῆς ἥμερης φύσης ἐκφράζεται πάντα φειδωλά καί διακριτικά.
   Τά ἔργα μέ θέμα τά Μετέωρα διαφέρουν αἰσθητά ἀπό ἐκεῖνα τῶν μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ προσέγγιση στά πρῶτα εἶναι καθαρά δοξαστική σέ ὕφος ὑπερεαλιστικό. Ὁ ὑπερβατικός χαρακτήρας τῶν Μετεώρων δέν ἐντείνεται μόνο ἀπό τήν ἔξαρση τῆς καθετότητας τῶν βράχων –μοιάζουν στυλίτες ἅγιοι– ἤ τῆς φανταστικῆς μοναστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀλλά καί ἀπό τό ἀντιρεαλιστικό χρῶμα, κόκκινο, χρυσό, γαλάζιο. Ἐνῶ στά Ἁγιορείτικα μοναστήρια ἐπικρατεῖ ἕνας ἀποστασιοποιημένος ρεαλισμός, λές καί ἀποσύρεται εὐλαβικά ἡ ἀνάγκη προσωπικῆς ἑρμηνείας πού ὑπό τήν στενή ὑποκειμενική ἀντίληψη θά τόνιζε ἤ θά παρέλειπε κάτι ἀπό τήν καταγραφή μίας χιλιόχρονης πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς.
   Ὁ χειρωνακτικός χαρακτήρας τῆς παραδοσιακῆς τέχνης ἄσκησε ἀδιάπτωτα τή γοητεία του στόν Μπακογιῶργο. Ταυτισμένος μέ τή νοοτροπία τοῦ λαϊκοῦ τεχνίτη πού εὐχαριστιέται νά ἐκφράζεται ζωγραφίζοντας τοίχους, ταβάνια, σεντούκια, ὡς ἕνας σύγχρονος μαΐστρος, ἐπιδίδεται χρόνια τώρα στή δημιουργία τῶν ἴδιων γνώριμων ἀπό τόν 18ο αἰώνα διακοσμήσεων σέ ἰδιωτικούς καί μοναστηριακούς χώρους.
   Γεωμετρικά σχέδια, μπαρόκ καί ροκοκό ἀνθικές συνθέσεις, δροσερές κοπέλες μέ περιστέρια ἤ κάνιστρα ἀφθονίας στά χέρια, σκηνές ἐρωτευμένων, τραγουδιστάδες, καλοτάξιδα καράβια, μικρογραφίες λιμανιῶν καί πόλεων, εἶναι τά μοτίβα πού διακοσμοῦν ξύλινες ὀμφαλωτές ὀροφές, περίτεχνους καθρέπτες, κασέλες, μουσάντρες, φεγγίτες.
   Τά ἔργα τοῦ Μπακογιώργου ἔχουν ἰδιαίτερη ἀπήχηση στό εὐρύτερο κοινό. Τό γεγονός αὐτό εἶναι εὐεξήγητο, διότι σέ ζοφερούς καιρούς ὅπως οἱ δικοί μας, κατά τούς ὁποίους τρόποι καί ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς κινδυνεύουν ἀπό τόν ἀφελληνισμό, ἡ ἐπιστροφή σ' ἕνα ἐξιδανικευμένο, εὐήμερο παρελθόν, προσφέρει δοκιμασμένο καταφύγιο. Παραμυθική λοιπόν ἡ τέχνη του μᾶς ταξιδεύει πέρα ἀπό τήν ἀνασφάλεια τοῦ παρόντος.


=========================================================================
Αὐτοβιογραφικό σημείωμα

Θεσσαλονίκη, 2009


Γεννήθηκα τό 1942 στή Μαυροµμάτα, ἕνα χωριό τῶν Ἀγράφων τῆς Εὐρυτανίας. Τό σπίτι µας ἤτανε σχεδόν µέσα στό ἐλατοδάσος ἕνα πέτρινο κτίσµα µε ζωγραφισµένα ταβάνια καί ξυλόγλυπτες πόρτες µε παραδοσιακά λαϊκά σχέδια.
   Ἀπό τότε πού θυµάµαι τόν ἑαυτό µου ζωγράφιζα ὅπου ἔβρισκα: τοίχους, πατώµατα, καί στίς πέτρινες πλάκες τῆς αὐλῆς. Μέ πηλό ἀπ' τό διπλανό ρέµα ἔπλαθα γλυπτικές φόρµες, κυρίως µέ ἥρωες τοῦ '21. Ἀπό τότε ὀνειρευόµουνα νά γίνω ζωγράφος, καί αὐτό ἦταν βαθιά ριζωµένο µέσα µου ὅτι θά γίνει πραγµατικότητα µία µέρα. Ὁ πατέρας µου ἤτανε µετανάστης στήν Αµερική καί ἐπέστρεψε στίς ἀρχές τοῦ πολέµου, τό 1940. Στή διάρκεια τοῦ ἐµφυλίου 1945-1949 χάνει τή ζωή του µαζί µέ τόν δεκαεννιάχρονο ἀδερφό µου Βασίλη. Ἔτσι, ἔµεινα ὀρφανός σέ ἡλικία ἑπτά ἐτῶν καί χρωστῶ στή µάνα µου τό ὅτι κατάφερα νά ἐπιβιώσω καί νά σταθῶ ὄρθιος µέ ἀρχές καί ἀξιοπρέπεια. Σέ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν ἄρχισα νά στέλνω σκίτσα ὡς ἀναγνώστης τοῦ περιοδικοῦ «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ». Θυµάµαι µέ πόση ἀνυποµονησία περίµενα τόν ἀγροτικό ταχυδρόµο πού ἐρχόταν καί στό δικό µας χωριό µία φορά τήν ἐβδοµάδα. Ἀξέχαστες θά µοῦ µείνουν οἱ στιγµές τῆς προσµονῆς, καί ἡ χαρά ὅταν ἔβλεπα νά δηµοσιεύεται κάποιο σκίτσο µου.
   Τό 1954 πῆγα στό γυµνάσιο Καρπενησίου καί τό 1959 συνέχισα τήν τελευταία τάξη στό νυκτερινό γυµνάσιο Παγκρατίου τῆς Ἀθήνας. Ἐκεῖ, ὁ ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ «Σπίτι τοῦ Παιδιοῦ» µέ βοήθησε πολύ δίνοντάς µου τή δυνατότητα νά φιλοτεχνήσω µερικά ἐξώφυλλα. Τή µέρα γιά νά ἐπιβιώσω ἔκανα ταµπέλες σέ καταστήµατα καί ζωγράφιζα ταβέρνες καί καφενεῖα. Εἰκονογράφησα τή σχολική ἐγκυκλοπαίδεια «Σύµβουλος τῶν νέων», τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Π. Ζουµπουλάκη. Ἐπίσης ἀσχολήθηκα καί µέ τή γελοιογραφία γιά 2-3 χρόνια περίπου καί δηµοσιεύτηκαν ἀρκετές στά περιοδικά ΤΑΧΥΔΡOΜΟΣ, ΠΡΩΤΟ καί ΘΕΑΤHΣ. Σπούδασα γιά δύο χρόνια σκηνογραφία καί διακόσµηση στή Σχολή Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας, µέ δάσκαλο τόν Β. Βασιλειάδη. Τό 1963 ἔκανα τήν πρώτη µου ἀτοµική ἔκθεση στή Χ.Α.Ν. τῆς Ἀθήνας, ὅπου εἶχα καί τήν πρώτη κριτική στό περιοδικό «Σκαπάνη» ἀπό τόν Χρ. Γιανναρά, πού µοῦ ἔδωσε δύναµη καί κουράγιο νά συνεχίσω.
   Τό 1969 φεύγω γιά τό Λονδίνο, ὅπου εὐτύχισα νά γνωρίσω ἀνθρώπους πού µέ βοήθησαν πολύ στίς δυσκολίες πού ἀντιµετώπιζα. Ὁ Βάσος Τσιµπιδάρος, δηµοσιογράφος πού ζοῦσε στό Λονδίνο, εἶχε τήν αἴθουσα τέχνης καί βιβλιοπωλεῖο «Ἀγορά», στήν περιοχή τοῦ Μπεϋσγουῶτερ, µοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἐκθέσω ἐκεῖ. Παράλληλα, στήν περιοχή τοῦ Κάµτεν Τάουν ὁ Κίµωνας Χαραλαµπίδης δηµιούργησε στό χῶρο τοῦ βιβλιοπωλείου «Κίµων» εἰκαστικό ἐκθετικό χῶρο καί µοῦ ἀνέθεσε τήν καλλιτεχνική ἐπιµέλεια. Ἦταν ἕνα σηµαντικό γεγονός στήν περιοχή τοῦ βορείου Λονδίνου ὅπου ὑπάρχει µεγάλη Ἑλληνοκυπριακή παροικία, καί πού µέχρι τότε δέν εἶχε νά ἐπιδείξει κάτι παρόµοιο. Στό Λονδίνο καί σέ ἄλλες πόλεις ζωγράφισα ἀρκετά νυκτερινά κέντρα καί ταβέρνες Ἑλληνοκυπρίων. Στίς ἀρχές τοῦ 1972 στό "100 Jazz Club" τῆς Oxford Street, σέ µία συνάντηση τῶν σχολείων τῆς περιοχῆς πού µαθαίναµε ἀγγλικά, γνώρισα τήν Ἰταλίδα Marisa Rea καί µετά ἀπό σύντοµο χρονικό διάστηµα παντρευτήκαµε.



   


















Μέ τήν ἐπιστροφή µου στήν Ἑλλάδα στό τέλος τοῦ 1972 ἐγκαταστάθηκα µόνιµα στή Θεσσαλονίκη. Τό 1975 δηµιούργησα µαζί µέ τόν δηµοσιογράφο Γαβριήλ Λαµψίδη τό Κέντρο Τέχνης καί Λόγου «Πανσέληνος» πού ἐπί δεκατρία χρόνια ἀνέπτυξε ἀξιόλογη καλλιτεχνική δραστηριότητα µέ καλλιτέχνες ἀπ' τήν Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό. Ἕνας ἀπό τούς στόχους τῆς αἴθουσας ἦταν ἡ προβολή νέων καλλιτεχνῶν, καθώς ἐπίσης καί ἡ ὀργάνωση ἐκθέσεων µέ καλλιτέχνες πού προέρχονταν ἀπό τό Βαλκανικό χῶρο, Βουλγαρία, Ἀλβανία καί Ρουµανία. Γιά τή δραστηριότητα αὐτή τιµήθηκα µέ εἰδικό µετάλλιο ἀπ' τό Βουλγαρικό Κράτος γιά τή συµβολή καί ἀνάπτυξη τῶν Ἑλληνοβουλγαρικῶν σχέσεων στόν τοµέα τῶν τεχνῶν.
   Ἀκολουθεῖ τό 1979, ἡ «Πορφύρα» ἕνας νέος χῶρος, ἐργαστήρι καί κατάστηµα παράλληλα, ὅπου µπόρεσα με τήν συνεργασία τής γυναίκας μου, νά προσφέρω µία εὑρεία ποικιλία καλλιτεχνηµάτων τῆς δουλειᾶς µου, ὅπως καθρέφτες, ζωγραφιστά ἔπιπλα µαζί µέ τά κυρίως ζωγραφικά ἔργα. Ἐργάζοµαι ἀσταµάτητα 8-10 ὧρες κάθε µέρα. Δέν µέ ἀπασχόλησε ποτέ ἀνταγωνιστικά τί κάνουν οἱ ἄλλοι καλλιτέχνες καί δέν δεσµεύτηκα ἀπό ἐπίκαιρες µοντέρνες τάσεις καί σχολές ἤ κινήµατα. Προσπάθησα νά δῶ µέσα µου ἐγώ τί µπορῶ νά κάνω, γι' αὐτό καί µπόρεσα νά διδαχθῶ ἀπό τήν ἀστείρευτη Ἑλληνική παράδοση καί νά ἀνακαλύψω ἐκεῖ τόσα, ὅσα νά µοῦ δώσουν λύσεις στά δικά µου ἐσωτερικά καλλιτεχνικά προβλήµατα.
   Ἡ ζωγραφική εἶναι ἕνα ταξίδι καί µία ἀπέραντη περιπλάνηση. Ταξιδεύω νοερά µέσα στό µύθο καί τή φαντασία, σ' αὐτά πού πάντα µέ γοήτευαν καί κρατοῦσαν ζωντανή τή φλόγα τῆς ὕπαρξής µου. Χάρη στή δηµιουργικότητα ξεκινῶ τή µέρα µου µέ ὄνειρα καί αἰσιοδοξία, στέκοµαι ὄρθιος µπροστά στή σκληρή πραγµατικότητα, καί κάθε στιγµή προσπαθῶ νά γίνοµαι γέφυρα συµφιλίωσης γιά ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες καί ἀσχήµιες πού µᾶς πολιορκοῦν καί ἀποζητοῦν νά µᾶς ἐπιβληθοῦν.
   Ἔκανα τριάντα ἀτοµικές ἐκθέσεις καί ἔλαβα µέρος σέ ἀρκετές ὁµαδικές. Ἔργα µου ὑπάρχουν σέ πολλές ἰδιωτικές συλλογές στήν Ἑλλάδα καί τό ἐξωτερικό. Ἔχω κάνει ἐπίσης ζωγραφιστά ταβάνια σέ µοναστήρια, ξενοδοχεῖα καί κατοικίες. Το ἔργο µου ἔχει παρουσιασθεῖ ἀπό ἐφηµερίδες περιοδικά καί την τηλεόραση. Φιλοτέχνησα ἐξώφυλλα λογοτεχνικῶν καί ἐπιστηµονικῶν βιβλίων καθώς δίσκους µουσικῆς καί ἡµερολόγια. Ἐπίσης, ἔχουν γυρισθεῖ δύο ντοκυµανταίρ, τό πρῶτο ἀπ' τόν Ἀπόστολο Κρυωνᾶ σέ παραγωγή ΕΡΤ στή σειρά «Σύγχρονοι Ἕλληνες Ναίφ ζωγράφοι» (1991), καί τό δεύτερο ἀπ' τόν Χρῆστο Ἀρώνη στή σειρά «Δηµιουργοί Πολιτισµοῦ: Θανάσης Μπακογιῶργος, Ὄνειρο, Μύθος καί Παράδοση» γιά τό 1ο Φεστιβάλ Ντοκυµανταίρ Θεσσαλονίκης (1997). Εἶµαι µέλος τοῦ καλλιτεχνικοῦ Ἐπιµελητηρίου Ἑλλάδος καί τοῦ Συλλόγου Καλλιτεχνῶν Βορείου Ἑλλάδος.

1 σχόλιο:

  1. As stated by Stanford Medical, It is indeed the SINGLE reason this country's women live 10 years longer and weigh on average 42 pounds less than we do.

    (And actually, it is not about genetics or some secret exercise and really, EVERYTHING about "HOW" they eat.)

    BTW, What I said is "HOW", and not "what"...

    Click on this link to determine if this short questionnaire can help you discover your real weight loss possibilities

    ΑπάντησηΔιαγραφή